πωμάτισμα

πωμάτισμα
-ίσματος, το, Ν [πωματίζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πωματίζω, τάπωμα
2. ιατρ. έμφραξη, κλείσιμο φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας με βαμβάκι ή γάζα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οδοντοπώμασμα — το φαρμακευτικό μίγμα που χρησιμοποιείται για να φράζονται οι κοιλότητες τών δοντιών οι οποίες προκαλούνται από την τερηδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πώμασμα, αντί πωμάτισμα, από το ρ. πωματίζω (κατά τα παρ. σε ασμα από ρ. σε άζω: μοιράζω… …   Dictionary of Greek

  • πωμάτιση — η, Ν [πωματίζω] το πωμάτισμα …   Dictionary of Greek

  • πωματισμός — ο, Ν [πωματίζω] το πωμάτισμα …   Dictionary of Greek

  • πωματισμός — πωματισμός, ο και πωμάτισμα, το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πωματίζω. 2. (ιατρ.), το κλείσιμο με γάζα ή βαμβάκι φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας: Πωματισμός του τραύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”